- ορλεανιστής
- οοπαδός τού ορλεανισμού, υποστηρικτής τής συνταγματικής μοναρχίας στη Γαλλία τού 18ου και 19ου αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ορλεάνη + -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.